ενικός

ενικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έννοια του ενός, της μονάδας, που σημαίνει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα.
2. (γραμμ.), το αρσ. ως ουσ., ενικόςενικός αριθμός), τύπος καταλήξεων στην κλίση ονομάτων και ρημάτων, με τον οποίο δηλώνεται ότι πρόκειται για ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα, ή ότι πρόκειται για πολλά ενώ γράφονται σαν ένα πρόσωπο ή πράγμα (περιληπτικά): Βιβλίο, τραπέζι, άνθρωπος, εργατιά, ομάδα, λαός (πρβλ. και το αντίθετο φαινόμενο, όπου για ένα πράγμα χρησιμοποιείται τύπος πληθυντικός: Βαφτίσια, γάμοι, τα νυχτικά, οι Βρυξέλλες, τα Πυρηναία κ.ά.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἑνικός — single masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενικός — ή, ό (AM ενικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονάδα, που δηλώνει την έννοια τού ενός, που σημαίνει ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα 2. γραμμ. «ενικός αριθμός» και, με παράλειψη τού «αριθμός», ως ουσ. ενικός η τυπική μορφή τών κλιτών… …   Dictionary of Greek

  • ἑνικά — ἑνικός single neut nom/voc/acc pl ἑνικά̱ , ἑνικός single fem nom/voc/acc dual ἑνικά̱ , ἑνικός single fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνικώτερον — ἑνικός single adverbial comp ἑνικός single masc acc comp sg ἑνικός single neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνικωτάτων — ἑνικός single fem gen superl pl ἑνικός single masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνικωτέρων — ἑνικός single fem gen comp pl ἑνικός single masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνικῶν — ἑνικός single fem gen pl ἑνικός single masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνικόν — ἑνικός single masc acc sg ἑνικός single neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνικώτατα — ἑνικός single adverbial superl ἑνικός single neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνικώτατον — ἑνικός single masc acc superl sg ἑνικός single neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”