- ενικός
- -ή, -ό1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έννοια του ενός, της μονάδας, που σημαίνει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα.2. (γραμμ.), το αρσ. ως ουσ., ενικός (ή ενικός αριθμός), τύπος καταλήξεων στην κλίση ονομάτων και ρημάτων, με τον οποίο δηλώνεται ότι πρόκειται για ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα, ή ότι πρόκειται για πολλά ενώ γράφονται σαν ένα πρόσωπο ή πράγμα (περιληπτικά): Βιβλίο, τραπέζι, άνθρωπος, εργατιά, ομάδα, λαός (πρβλ. και το αντίθετο φαινόμενο, όπου για ένα πράγμα χρησιμοποιείται τύπος πληθυντικός: Βαφτίσια, γάμοι, τα νυχτικά, οι Βρυξέλλες, τα Πυρηναία κ.ά.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.